Αρ. 124. EFFECTIVE TAX RATES IN GREECE

Κατηγορία ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ

D. Papageorgiou, T. Efthimiadis, I. Konstantakopoulou. 2012. (Mε ελληνική περίληψη.)

 

Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι: α) να υπολογίσει και να παρουσιάσει τους τελικούς (ή αποτελεσματικούς) φορολογικούς συντελεστές (effective tax rates) της ελληνικής οικονομίας και να προβεί, όπου είναι εφικτό, σε σύγκριση με τους αντίστοιχους τελικούς φορολογικούς συντελεστές της Ευρωζώνης και β) με βάση τη σύγχρονη οικονομική θεωρία να προτείνει φορολογικές πολιτικές οι οποίες μπορούν να συνεισφέρουν στη δημοσιονομική εξυγίανση της χώρας. Οι τελικοί φορολογικοί συντελεστές είναι δείκτες οι οποίοι ενσωματώνουν όλες τις πληροφορίες ενός φορολογικού συστήματος (φοροαπαλλαγές, εκπτώσεις δαπανών από το φορολογητέο εισόδημα, κ.α.) και την αποτελεσματικότητα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, ενώ δείχνουν τον συντελεστή με τον οποίο πραγματικά επιβαρύνονται οι διάφορες πηγές εισοδήματος των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Η ανάλυση των φορολογικών συντελεστών παρέχει πληροφορίες για την κατανομή του τελικού φορολογικού βάρους μεταξύ των οικονομικών παραγόντων και των διαφόρων πηγών εισοδήματός τους. Επιπλέον, στο βαθμό που αντικατοπτρίζουν μεταβολές στη φορολογική πολιτική, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εξέταση των επιπτώσεων των μεταβολών αυτών στην οικονομική δραστηριότητα.


Ένας τελικός φορολογικός συντελεστής ορίζεται ως ο λόγος μεταξύ των φορολογικών εσόδων από μία συγκεκριμένη πηγή εισοδήματος και της αντίστοιχης φορολογικής βάσης.


Για παράδειγμα, ο τελικός φορολογικός συντελεστής στο εισόδημα από μισθωτή εργασία (effective tax rate on employed labour income) υπολογίζεται ως ο λόγος μεταξύ της συνολικής επιβάρυνσης του εισοδήματος από εργασία (δηλαδή τα έσοδα από τη φορολόγηση των καθαρών μισθών και τις πληρωμές των ασφαλιστικών εισφορών) και του συνολικού ακαθάριστου εισοδήματος από εργασία (total compensation). Με τον ίδιο τρόπο, εκτιμάται και ο τελικός φορολογικός συντελεστής στο εισόδημα από κεφάλαιο (effective tax rate on capital income). Πιο συγκεκριμένα, υπολογίζεται ως ο λόγος των συνολικών εσόδων από τη φορολογία του εισοδήματος του κεφαλαίου προς το συνολικό εισόδημα από κεφάλαιο. Τα έσοδα από τη φορολόγηση του κεφαλαίου περιλαμβάνουν κυρίως φόρους από χρηματοπιστωτικές συναλλαγές (π.χ. φόροι στην έκδοση και μεταπώληση τίτλων, φόροι από την πώληση ακίνητης περιουσίας), κληρονομιά, ακίνητη περιουσία, τόκους και εισοδήματα και κέρδη επιχειρήσεων. Πρέπει να επισημανθεί ότι στα έσοδα από τη φορολόγηση του κεφαλαίου περιλαμβάνονται και τα έσοδα από τη φορολόγηση του εισοδήματος των αυτοαπασχολούμενων. Επομένως, στη φορολογική βάση του κεφαλαίου, περιλαμβάνεται και το εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων.


Επίσης, εκτιμάται μεμονωμένα ο τελικός φορολογικός συντελεστής στο εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων (effective tax rate on self-employment income). Επιπλέον, υπολογίζεται ο τελικός φορολογικός συντελεστής στο εισόδημα των επιχειρήσεων (effective tax rate on corporate income). Εκτιμάται επίσης ο τελικός φορολογικός συντελεστής της κατανάλωσης (effective tax rate on consumption), ο οποίος ορίζεται ως ο λόγος των συνολικών έμμεσων φόρων προς τη (προ - φόρων) συνολική κατανάλωση της οικονομίας. Τέλος, εκτιμώνται οι (τελικοί) συντελεστές που δείχνουν την επιβάρυνση του εισοδήματος από εργασία για ασφαλιστικές εισφορές (social security contributions).


Με βάση τα αποτελέσματα της μελέτης ο τελικός φορολογικός συντελεστής στη μισθωτή εργασία, ο οποίος εμφανίζει μια ανοδική πορεία μέχρι το 2003, ενώ στη συνέχεια η πορεία του είναι φθίνουσα. Η τιμή του τελικού φορολογικού συντελεστή το 2008 εμφανίζει μια μικρή μείωση σε σχέση με το 2007 κατά 0,22 ποσοστιαίες μονάδες. Το ύψος του τελικού φορολογικού συντελεστή το 2009 είναι 28,9%, σημειώνοντας μια σημαντική πτώση κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2008. Ένας από τους λόγους για τη μείωση του τελικού φορολογικού συντελεστή είναι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με την Ελλάδα, στις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης παρατηρήθηκε μια σημαντική αύξηση στις ασφαλιστικές εισφορές την περίοδο 2008-2009, η οποία είναι αποτέλεσμα της λήψης μέτρων για την προφύλαξη της αγοράς εργασίας από την οικονομική κρίση. Τέλος, αναφέρεται ότι ο μέσος όρος του τελικού φορολογικού συντελεστή στην Ελλάδα την περίοδο 2000-2008 είναι 33%, κοντά στο μέσο όρο της Ευρωζώνης, ο οποίος είναι 34%.


Επιπλέον, παρατηρείται ότι ο τελικός φορολογικός συντελεστής του κεφαλαίου παρουσιάζει φθίνουσα πορεία από το 2000 μέχρι το 2004, ενώ τα τελευταία έτη χαρακτηρίζεται από μια περίοδο σταθερότητας. Το ύψος του συντελεστή το 2009 είναι 17,2%, παρουσιάζοντας μια μικρή αύξηση κατά 0,28 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2008. Σε σύγκριση με το μέσο όρο της Ευρωζώνης, ο τελικός φορολογικός συντελεστής του κεφαλαίου στην Ελλάδα την περίοδο 2000-2008 είναι συστηματικά χαμηλότερος κατά περίπου οκτώ ποσοστιαίες μονάδες.


Ο τελικός φορολογικός συντελεστής στην κατανάλωση (έμμεσοι φόροι) παρουσιάζει μια φθίνουσα πορεία μετά το 2002, η οποία ανακόπτεται το 2005. Το 2008 παρατηρείται μια μείωση του συντελεστή σε σύγκριση με το 2007 κατά 0,42 ποσοστιαίες μονάδες. Ενδιαφέρον είναι ότι το 2008 ο τελικός φορολογικός συντελεστής στην κατανάλωση μειώθηκε σχεδόν σε όλες τις χώρες Ευρωζώνης λόγω της αρνητικής επίδρασης της οικονομικής κρίσης στα έσοδα από έμμεση φορολογία. Το ύψος του τελικού φορολογικού συντελεστή το 2009 στην Ελλάδα είναι 13,9% και σε σχέση με το 2008 παρουσιάζει μια σημαντική πτώση κατά 1,39 ποσοστιαίες μονάδες. Όπως συμβαίνει και με τον τελικό φορολογικό συντελεστή του κεφαλαίου, ο τελικός φορολογικός συντελεστής στην κατανάλωση είναι διαχρονικά χαμηλότερος από το μέσο όρο της Ευρωζώνης. Πιο συγκεκριμένα, ο μέσος όρος του τελικού φορολογικού συντελεστή την περίοδο 2000-2008 είναι 15,6% στην Ελλάδα, ενώ στην Ευρωζώνη είναι 20%. Επιπλέον, στην Ελλάδα παρουσιάζει έντονες αυξομειώσεις, γεγονός που ίσως αποτελεί ένδειξη του αποσπασματικού χαρακτήρα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.


Η πορεία του τελικού φορολογικού συντελεστή στο εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων (ελεύθεροι επαγγελματίες) είναι γενικά αυξητική. Το ύψος του συντελεστή το 2009 είναι 15,4%, παρουσιάζοντας μια μικρή αύξηση κατά 0,23 ποσοστιαίες μονάδες συγκριτικά με το 2008. Αξίζει να επισημανθεί ότι ο τελικός φορολογικός συντελεστής στο εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων είναι περίπου δύο φορές χαμηλότερος από τον τελικό φορολογικό συντελεστή της εργασίας, γεγονός που καταδεικνύει μια άνιση κατανομή του φορολογικού βάρους μεταξύ των αυτοαπασχολούμενων και των μισθωτών. Παράλληλα, το ύψος του τελικού φορολογικού συντελεστή στο εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων στην Ευρωζώνη είναι 29%, περίπου 14 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος από αυτόν στην Ελλάδα.
Ο τελικός φορολογικός συντελεστής στο εισόδημα των επιχειρήσεων παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωζώνη. Το 2009 το ύψος του φορολογικού συντελεστή στην Ελλάδα είναι 19%, παρουσιάζοντας μια σημαντική αύξηση κατά 2,27 ποσοστιαίες μονάδες συγκριτικά με το 2008. Ο μέσος όρος του συντελεστή την περίοδο 2000-2008 είναι περίπου 21% στην Ελλάδα, ενώ στην Ευρωζώνη είναι περίπου 24%.


Το 2009 ο συντελεστής επιβάρυνσης του εισοδήματος της μισθωτής εργασίας για ασφαλιστικές εισφορές σημείωσε σημαντική πτώση κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2008, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί στο 22,5%. Ο μέσος όρος για την περίοδο 2000-2009 είναι περίπου 26,6% στην Ελλάδα, ενώ στην Ευρωζώνη είναι περίπου 25,7%. Ο τελικός συντελεστής που αφορά εισφορές που επιβαρύνουν τους εργοδότες (12,5% το 2009) είναι υψηλότερος από αυτόν που επιβαρύνει τους μισθωτούς (10%) Στην Ευρωζώνη, ο συντελεστής που αναφέρεται στην επιβάρυνση των εργοδοτών από ασφαλιστικές εισφορές το 2009 είναι 16,7%, ενώ ο αντίστοιχος συντελεστής για τους εργαζόμενους είναι 8,7%. Με άλλα λόγια, η επιβάρυνση των μισθωτών ως προς την πληρωμή των ασφαλιστικών εισφορών, είναι μεγαλύτερη στην Ελλάδα συγκριτικά με την Ευρωζώνη. Αντίθετα, η επιβάρυνση των εργοδοτών στην Ελλάδα σε σχέση με την Ευρωζώνη είναι μικρότερη.
Τέλος, ο τελικός συντελεστής που αφορά ασφαλιστικές εισφορές των αυτοαπασχολούμενων ήταν 7,8% το 2009, σημαντικά χαμηλότερος από τον αντίστοιχο συντελεστή που αφορά ασφαλιστικές εισφορές στη μισθωτή εργασία.


Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των τελικών φορολογικών συντελεστών, συνεπώς και της κατανομής του φορολογικού βάρους μεταξύ των διαφόρων πηγών εισοδήματος. Συγκεκριμένα, η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ των φορολογικών συστημάτων της Ελλάδας και της Ευρωζώνης αφορά τον τελικό φορολογικό συντελεστή που επιβαρύνει τους αυτοαπασχολούμενους, όπου στην Ελλάδα είναι σημαντικά χαμηλότερος. Η διαφορά αυτή, ίσως αποτελεί ένδειξη για τον μεγαλύτερο αριθμό των αυτοαπασχολούμενων στην Ελλάδα σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη ότι το 59% της φορολογικής βάσης του κεφαλαίου αποτελείται από το εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων, η χαμηλή τους φορολόγηση δικαιολογεί εν μέρει και το χαμηλό τελικό φορολογικό συντελεστή του κεφαλαίου. Σημαντική διαφορά υπάρχει και στον τελικό φορολογικό συντελεστή της κατανάλωσης, όπου στην Ελλάδα είναι συγκριτικά χαμηλότερος με τον αντίστοιχο συντελεστή της Ευρωζώνης. Ο χαμηλός αυτός συντελεστής, σε συνδυασμό με το χαμηλό τελικό φορολογικό συντελεστή των αυτοαπασχολούμενων, εξηγεί σε κάποιο βαθμό τα χαμηλότερα φορολογικά έσοδα της Ελλάδας έναντι της Ευρωζώνης.
Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω διαφορές, μπορούν να διατυπωθούν προτάσεις ως προς την αλλαγή της φορολογικής πολιτικής ώστε να συνεισφέρει στη δημοσιονομική εξυγίανση (fiscal consolidation). Η μεγάλη δημοσιονομική εξυγίανση που απαιτείται στην Ελλάδα δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της μείωσης των δημοσίων δαπανών, αλλά επιβάλλει και την αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά τρόπο που να μην επιβαρύνει τη δυνατότητα μεγέθυνσης της οικονομίας (growth-friendly tax reforms).

Συγκεκριμένα, αύξηση των φορολογικών εσόδων μπορεί να επιτευχθεί μέσω αύξησης της τελικής (ή αποτελεσματικής) φορολογίας των αυτοαπασχολούμενων, η οποία θα οδηγήσει και στη μείωση της ανισομερούς κατανομής του φορολογικού βάρους μεταξύ μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων. Επίσης, η αύξηση των φορολογικών εσόδων είναι δυνατή μέσω αύξησης της τελικής (ή αποτελεσματικής) φορολογίας της κατανάλωσης, η οποία στην Ελλάδα είναι αρκετά χαμηλότερη συγκριτικά με την Ευρωζώνη (με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία ως το 2009). Τα δύο παραπάνω, δεν προϋποθέτουν απαραιτήτως αύξηση των ονομαστικών φορολογικών συντελεστών, καθώς μπορούν να επιτευχθούν μέσω του περιορισμού της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής.


Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη τη σχετικά υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση στο εισόδημα από εργασία, μετακίνηση του φορολογικού βάρους από την εργασία στην κατανάλωση, μπορεί μέσω της θετικής επίδρασης στην απασχόληση να οδηγήσει σε αύξηση του εισοδήματος της οικονομίας και κατ’ επέκταση στη μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ.


Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι οι επιπτώσεις και η αποτελεσματικότητα των παραπάνω προτάσεων εξαρτάται και από τα επιμέρους χαρακτηριστικά της Ελληνικής οικονομίας, όπως είναι η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα της φορολογικής διοίκησης.

 

(pdf)