Οι εξαγωγικές επιδόσεις της χώρας έχουν προσελκύσει τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τόσο σε επίπεδο οικονομικής ανάλυσης, όσο και σε επίπεδο οικονομικού σχεδιασμού και πολιτικής. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, αλλά και στη μετέπειτα περίοδο της πανδημίας, οι εξαγωγές αγαθών της Ελλάδας παρουσίασαν ανοδική πορεία, παρά τις αντίξοες συνθήκες, δίνοντας σημαντική διέξοδο στον παραγωγικό τομέα και στηρίζοντας συνολικά την ελληνική οικονομία. Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται σε μια διάσταση των εξαγωγικών επιδόσεων, η οποία μέχρι στιγμής δεν έχει μελετηθεί επαρκώς για την περίπτωση της Ελλάδας. Η διάσταση αυτή σχετίζεται με τον βαθμό στον οποίο οι εξαγωγές αγαθών τείνουν με την πάροδο του χρόνου να εμφανίζουν μεγαλύτερο βαθμό διαφοροποίησης, δηλαδή διεύρυνσης στην γκάμα των εξαγόμενων προϊόντων/εξαγωγικών προορισμών, ή αντίθετα μεγαλύτερο βαθμό συγκέντρωσης σε συγκεκριμένες αγορές και προϊόντα, όπως λ.χ. αγαθά στα οποία η χώρα διατηρεί συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι των ανταγωνιστών της..
Η μελέτη διερευνά τις επιδόσεις της χώρας στον τομέα των εξαγωγών αγαθών κατά την τελευταία εικοσαετία, υπό το πρίσμα του ρόλου που μπορεί να έχει διαδραματίσει στις επιδόσεις αυτές η εξέλιξη της διαφοροποίησης/εξειδίκευσης του εξαγωγικού χαρτοφυλακίου της. Στην ανάλυση χρησιμοποιούνται λεπτομερή δεδομένα των εξαγωγών αγαθών της Ελλάδας και βασικά μακροοικονομικά μεγέθη και άλλα στοιχεία που αφορούν την Ελλάδα και τους εμπορικούς της εταίρους, ενώ υπολογίζονται κατάλληλοι δείκτες του βαθμού διαφοροποίησης/συγκέντρωσης των εξαγωγών και δείκτες αποκαλυπτόμενου συγκριτικού πλεονεκτήματος. Επιπλέον γίνεται εμπειρική διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της διαφοροποίησης/εξειδίκευσης και των εξαγωγικών ροών για την περίπτωση της Ελλάδας.
Από την ανάλυση της εξέλιξης των εξαγωγών αγαθών της Ελλάδας σε επίπεδο προϊόντων και τον υπολογισμό των σχετικών δεικτών συγκέντρωσης φαίνεται ότι, ιδιαίτερα κατά την περίοδο που ακολούθησε την αρχή της οικονομικής κρίσης, σημαντικό δομικό χαρακτηριστικό των ελληνικών εξαγωγών αγαθών αποτέλεσε η ύπαρξη σχετικά υψηλού και αυξανόμενου βαθμού εξειδίκευσης σε συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων. Ειδικότερα, παρουσιάζεται εξαιρετικά υψηλό μερίδιο και μεγάλη αύξηση των εξαγωγών στα πετρελαιοειδή προϊόντα, καθώς επίσης και σημαντική συμμετοχή και αύξηση των εξαγωγών στους κλάδους των φαρμακευτικών προϊόντων, των μηχανών, συσκευών κ.ά., των προϊόντων αλουμινίου, των πλαστικών, των ηλεκτρικών μηχανημάτων, των παρασκευασμάτων διατροφής από λαχανικά και φρούτα, των φρούτων και των γαλακτοκομικών προϊόντων. Αντίθετα, μείωση εξαγωγών σημειώθηκε στον κλάδο των πλεκτών ενδυμάτων, του βαμβακιού, του χυτοσίδηρου, του σίδηρου και χάλυβα και των συναφών προϊόντων. Παρά τη σημαντική αύξηση των εξαγωγών του μεταποιητικού τομέα, το μερίδιο της μεταποίησης στις εξαγωγές της Ελλάδας παραμένει ένα από τα χαμηλότερα μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, ενώ παρουσιάζεται και υστέρηση σε σχέση με το επίπεδο τεχνολογίας των βιομηχανικών εξαγωγών της χώρας. Στα προϊόντα του αγροδιατροφικού τομέα, η Ελλάδα εμφανίζει σημαντική δραστηριότητα στις εξαγωγές προϊόντων προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης (ΠΟΠ, ΠΓΕ, ΓΕ).
Η ανάλυση της διάρθρωσης των εξαγωγών ανά γεωγραφική ζώνη δείχνει ότι η Ευρωζώνη διατηρεί υψηλό και σχετικά σταθερό μερίδιο των εξαγωγών αγαθών της Ελλάδας, ενώ οι εκτός Ευρωζώνης χώρες της ΕΕ και οι λοιπές ευρωπαϊκές χώρες εμφανίζουν σημαντική αλλά μειούμενη συμμετοχή. Παράλληλα, οι χώρες της Μέσης Ανατολής και της Νότιας Ασίας σημειώνουν αύξηση μεριδίου στις εξαγωγές της Ελλάδας. Ο βαθμός γεωγραφικής διαφοροποίησης των εξαγωγών εμφανίζεται υψηλός, και μάλιστα ενισχύθηκε ελαφρά στην πορεία της εξεταζόμενης περιόδου λόγω της αύξησης της συμμετοχής των χωρών της Μέσης Ανατολής και της Ασίας στην εξαγωγική δραστηριότητα της Ελλάδας.
Τα αποτελέσματα της εμπειρικής ανάλυσης αναδεικνύουν τη σημασία της εντατικοποίησης των υφιστάμενων εμπορικών σχέσεων, μέσα από την ανάπτυξη των εξαγωγών σε προϊόντα τα οποία η Ελλάδα ήδη εξάγει στην εκάστοτε χώρα. Το συμπέρασμα αυτό δεν υποβαθμίζει τη σημασία της γεωγραφικής διαφοροποίησης, η οποία είναι συμβατή με την ενίσχυση του βαθμού συγκέντρωσης των προϊόντων εντός των αγορών προορισμού.