Αρ. 57. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Λ. Αθανασίου, Φ. Ζερβού, Α. Κώτση. 2009. | ISBN: 978-960-341-085-0
Οι περισσότερες μελέτες που έγιναν εδώ και αρκετά χρόνια σχετικά με τη μακροχρόνια χρηματοοικονομική βιωσιμότητα του ισχύοντος κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος στη χώρα μας από διεθνείς ή ξένους οργανισμούς και από Έλληνες ειδικούς είχαν δημογραφική οπτική και στηρίχτηκαν στα απογραφικά δεδομένα του 1991.
Στην παρούσα μελέτη επιχειρήθηκε να προστεθούν στη βιβλιογραφία δυο νέα στοιχεία.
Το πρώτο αφορούσε την πραγματοποίηση εκτιμήσεων με βάση τα απογραφικά δεδομένα του 2001, μόλις αυτά κατέστησαν διαθέσιμα. Όπως γίνεται σαφές από τα σχετικά μεγέθη, μεγάλο μέρος της εισροής μεταναστών στην περίοδο 1991-2001 ενσωματώθηκε στα απογραφικά δεδομένα και θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να διαπιστωθεί ως πιο βαθμό η ζοφερή για τη χρηματοοικονομική βιωσιμότητα του ισχύοντος κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος εικόνα που προέκυπτε με βάση τα δεδομένα του 1991 είχε στο μεταξύ διαφοροποιηθεί λόγω της μεταναστευτικής εισροής. Ως γνωστό η εν λόγω εισροή κατά πολύ μεγάλο μέρος προστίθεται στις οικονομικά ενεργές ηλικίες και θα μπορούσε να βελτιώσει από την άποψη αυτή τη δημογραφική πυραμίδα.
Το δεύτερο στοιχείο αφορούσε τη συνεξέταση της πλευράς της μελλοντικής προσφοράς αυτόχθονος εργατικού δυναμικού με βάση τη δημογραφική πυραμίδα με την πλευρά της ζήτησης εργατικού δυναμικού, όπως αυτή προσδιορίζεται από τις ανάγκες μιας υγιούς οικονομικής ανάπτυξης, αφού και η οικονομική υγεία ενός κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διαδικασία της ανάπτυξης και το δυναμισμό της, ο οποίος προσδιορίζει και το πλήθος των εργαζόμενων που συνεισφέρουν.
Τα οικονομικά δεδομένα υπόκεινται συχνά σε αυξημένο περιθώριο σφάλματος και όταν δεν χρησιμοποιούνται με εξαιρετική προσοχή και ευσυνειδησία μπορεί να καταντούν παραπλανητικά. Τα δεδομένα όμως που έχουν αφετηρία δημογραφική υπόκεινται σε σχετικά μικρό περιθώριο σφάλματος και επιτρέπουν αξιόπιστες προβλέψεις για μακρό χρόνο. Αρκεί να λεχθεί ότι αν αύριο άρχιζε να αυξάνει η γεννητικότητα οι επιδράσεις της στο εργατικό δυναμικό δεν θα μπορούσαν να εκδηλωθούν πριν περάσει τουλάχιστον μια εικοσαετία. Για να περιοριστεί όμως ακόμη περισσότερο το περιθώριο σφάλματος σε ότι αφορά τα βασικά συμπεράσματα και τις τάξεις μεγέθους έχει πραγματοποιηθεί σειρά εναλλακτικών εκτιμήσεων που αγκαλιάζουν ένα ευρύ φάσμα ενδεχομένων.
Από τις εκτιμήσεις αυτές προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
1)Στα προσεχή 40 χρόνια το εργατικό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας ακόμη και αν συνεχιστεί μια περαιτέρω ουσιώδης εισροή μεταναστών και ακόμη και αν αξιοποιηθούν σε μεγάλο βαθμό τα περιθώρια αύξησης των ποσοστών συμμετοχής του ελληνικού πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό, θα τείνει, αρχής γενομένης από το 2015, σε σταδιακή συρρίκνωση, η οποία στην ευνοϊκότερη περίπτωση θα είναι περιορισμένης έκτασης και στη δυσμενέστερη απογοητευτικά μεγάλη. Σύμφωνα με μια μεσαία εκδοχή έως και το 2050 η μείωση θα υπερβεί το μισό εκατομμύριο άτομα. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι το ελληνικό εργατικό δυναμικό στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα αυξήθηκε κατά 60% (από 2.800 χιλιάδες άτομα περίπου το 1951 σε 4.600 χιλιάδες άτομα περίπου το 2001) αντιλαμβάνεται την έκταση της ανατροπής.
2)Οι δυσμενείς αυτές μακροχρονιότερες προοπτικές για το εργατικό δυναμικό, απότοκες της κάμψης της γεννητικότητας, θα θέσουν σοβαρούς φραγμούς στην οικονομική ανάπτυξη και θα περιορίσουν τον αριθμό των εργαζόμενων που συνεισφέρουν στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα σε επίπεδα αρκετά χαμηλότερα από εκείνα που θα μπορούσαν να υποστηριχθούν από την αναπτυξιακή διαδικασία αν η προσφορά εργατικού δυναμικού ήταν ανετότερη.
3)Στο επιχείρημα, πως αν δεν μας αρκεί το εγχώριο εργατικό δυναμικό, θα μπορούσαμε να εισάγουμε πρέπει να παρατηρηθεί ότι, από ένα σημείο και μετά η αυξημένη εισροή μεταναστών δεν μπορεί να αναπληρώσει το δυνητικό έλλειμμα εργατικού δυναμικού, διότι υπάρχουν όρια στην απορροφητικότητα της χώρας, ενώ και η μεταναστευτική εργασία δεν αποτελεί πλήρες υποκατάστατο του εγχώριου εργατικού δυναμικού. Και τα περιθώρια λύσης του προβλήματος με αυξημένη εισροή μεταναστών έχουν στενέψει ύστερα από τη μαζική εισροή τους, την τελευταία 20ετία.
4)Ένεκα των προοπτικών αυτών ως προς τις δημογραφικές συνθήκες και την εξέλιξη του εργατικού δυναμικού η σχέση εργαζόμενων προς συνταξιούχους θα βαίνει φθίνουσα. Όλα τα δεδομένα πείθουν ότι στον ορίζοντα του 2050 έναντι δυο περίπου εργαζόμενων ανά συνταξιούχο το 2005 θα αντιστοιχεί περίπου ένας εργαζόμενος. Στην ευνοϊκότερη περίπτωση η σχέση μπορεί να μην καταντήσει τόσο δυσμενής αλλά πάντως θα βαίνει φθίνουσα.
5)Εύκολα αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι με μια τέτοια σχέση, με ένα άτομο δηλ. να εργάζεται και να καταβάλλει εργατικές και εργοδοτικές εισφορές για κάθε συνταξιούχο το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα όπως το γνωρίζουμε δεν μπορεί να υποστηριχθεί οικονομικά.
6)Παρόμοια προβλήματα, λόγω γήρανσης του πληθυσμού και κάμψης της γεννητικότητας έχουν και άλλες χώρες, μερικές από τις οποίες έχουν ήδη προχωρήσει σε σοβαρές μεταρρυθμίσεις στα κοινωνικοασφαλιστικά τους συστήματα. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις περιγράφονται συνοπτικά στη μελέτη και θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στην αναζήτηση λύσεων και στο δικό μας κοινωνικοασφαλιστικό πρόβλημα.