Αρ. 61. ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η. Πούπου. 2010. | ISBN: 978-960-341-090-4
Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται ένα έντονο ενδιαφέρον από ερευ¬νητές που ανήκουν σε ένα ευρύ φάσμα διαφορετικών επιστημών για τη μελέτη των επιδράσεων διαφόρων κοινωνικών παραγόντων που συνοψίζονται στην έννοια του «κοινωνικού κεφαλαίου» σε διάφορους παράγοντες που εξετάζονται από αυτές τις επιστήμες.
Εκτός από τις κοινωνικές επιστήμες, στις οποίες είναι φυσικό να εξετά¬ζεται η επίδραση του κοινωνικού κεφαλαίου καθώς αυτό αναφέρεται στις κοι¬νωνικές σχέσεις των ατόμων, εξετάζεται η επίδρασή του και σε άλλους τομείς όπως η υγεία, η εκπαίδευση, η πολιτική, το περιβάλλον και τα οικονομικά.
Το αποτέλεσμα όμως της ενασχόλησης με το κοινωνικό κεφάλαιο, ενός μεγάλου εύρους διαφορετικών επιστημών, είναι η συγκέντρωση ποικίλων παρα¬γόντων κάτω από τη γενική έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου. Ανάλογα με την επιστήμη που το χρησιμοποιεί, οι παράγοντες που εξετάζονται διαφέρουν. Έτσι στα οικονομικά μεγαλύτερη σημασία έχει η εμπιστοσύνη, στις επιστήμες που αναφέρονται στην υγεία ενδιαφέρει η αλληλεγγύη και οι δεσμοί μεταξύ οικο¬γένειας και φίλων, ενώ στην εκπαίδευση βασικό ρόλο έχουν οι σχέσεις μεταξύ των γονέων ή μεταξύ γονέων και παιδιών.
Ένα άλλο αποτέλεσμα της παραπάνω ενασχόλησης είναι το πλήθος των ορισμών με διαφορετικό περιεχόμενο, πολλές φορές αντικρουόμενων, το οποίο οδηγεί σε μία ασάφεια και σύγχυση σχετικά με το τι αυτό ουσιαστικά μπορεί να εξηγήσει.
Αυτό οδήγησε σε έντονη κριτική καθώς, εκτός από το πλήθος των ορι¬σμών που έχουν ως αποτέλεσμα να μην γνωρίζουμε τι ακριβώς περιέχει, υπάρ¬χουν επιστημολογικά προβλήματα όπως το πρόβλημα της ταυτολογίας, της αι¬τιότητας, της κυκλικότητας και της διαψευσιμότητας.
Το πρώτο μέρος της μελέτης εστιάζεται τόσο στα προβλήματα όσο και την κριτική. Όμως άσχετα από την πορεία της θεωρίας και της βελτίωσης του ορι¬σμού, οι μετρήσεις των στοιχείων, που θεωρείται ότι συνιστούν το κοινωνικό κε¬φάλαιο, πρέπει να συνεχίσουν να γίνονται. Πρώτον, γιατί με αυτό τον τρόπο θα υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για να χρησιμοποιηθούν όταν θα ολοκληρωθεί η θεωρία με την ύπαρξη ενός ικανοποιητικού ορισμού, και δεύτερον, γιατί η κατα¬γραφή αυτών των στοιχείων είναι χρήσιμη για την κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας και την αντιμετώπιση των προβλημάτων που καταγράφονται. Η παραπάνω ανάγκη μέτρησης των στοιχείων του κοινωνικού κεφαλαίου διαπιστώνεται από το γεγονός ότι σε πολλές χώρες ήδη συγκεντρώνονται αυτά τα στοιχεία από τις στατιστικές υπηρεσίες. Παραδείγματα αποτελούν το Ηνω¬μένο Βασίλειο, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, ο Καναδάς και η Φινλανδία. Κατά τα πρότυπα αυτών των χωρών η μέτρηση του κοινωνικού κεφα¬λαίου στην Ελλάδα θα μπορούσε να ανατεθεί στην ΕΣΥΕ και να πραγματοποι¬είται σε τακτές περιόδους.
Στο δεύτερο μέρος της μελέτης επιχειρείται η συλλογή ποσοτικών στοιχείων μέσω ερωτηματολογίου βασισμένου στο ερωτηματολόγιο «Integrated Questionnaire for the Measurement of Social Capital» της Παγκόσμιας Τράπεζας, εμπλουτισμένου με κάποια πρόσθετα ερωτήματα που περιλαμβάνονται σε άλλα ερωτηματολόγια.
α) Συμμετοχή σε οργανώσεις και δικτύωση με συγγενείς και φίλους
Από τα 1.002 άτομα που ερωτήθηκαν μόνο 278 άτομα είναι μέλη σε 387 οργανώσεις και συλλόγους. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών είναι επαγγελματικές οργανώσεις ή συνδικάτα και λιγότερο οργανώσεις που θεωρείται ότι δημιουρ¬γούν το κοινωνικό κεφάλαιο όπως οι πολιτιστικοί, οι αθλητικοί ή οι τοπικοί σύλ¬λογοι κλπ. Η συμμετοχή διαχρονικά εμφανίζει μείωση. Μικρό ποσοστό των με¬λών συμμετέχει ενεργά στη λήψη αποφάσεων των οργανώσεων. Το μεγαλύτε¬ρο ποσοστό των συμμετεχόντων θεωρείτο οικονομικό ως το κυριότερο όφελος, ενώ ακολουθεί το κοινωνικό όφελος και η ψυχαγωγία. Από τους δημογραφικούς παράγοντες, η ηλικία είτε δεν παρουσιάζει συσχέτιση με τους περισσότερους δείκτες αυτής της κατηγορίας είτε η συσχέ τιση είναι αρνητική. Αντίθετα, το επίπεδο εκπαίδευσης και το επίπεδο εισοδή¬ματος έχουν θετική συσχέτιση με τους περισσότερους δείκτες της. Ο τόπος κα¬τοικίας δεν έχει επίδραση στη συμμετοχή. Όσον αφορά στη δικτύωση με συγγενείς και φίλους, το επίπεδο εκπαίδευ¬σης έχει θετική συσχέτιση με τους σχετικούς δείκτες και ακολουθεί το επίπεδο εισοδήματος.
β) Εμπιστοσύνη, αλληλεγγύη και κανόνες συμπεριφοράς
Σχετικά με τη γενικευμένη εμπιστοσύνη μόνο το 18% των ερωτηθέντων εμπιστεύονται τους άλλους. Η επίδραση της ηλικίας είναι αρνητική, ενώ το επί¬πεδο εκπαίδευσης επηρεάζει θετικά. Επίσης θετική είναι η επίδραση του επι¬πέδου εκπαίδευσης στις περισσότερες μορφές της εμπιστοσύνης, όπως η εμπι¬στοσύνη προς άτομα άλλης εθνότητας, γλώσσας ή αγνώστους, ενώ η ηλικία, το επίπεδο εισοδήματος και η περιοχή κατοικίας έχουν είτε αρνητική είτε μη ση¬μαντική επίδραση. Η βοήθεια προς συγγενείς και φίλους επηρεάζεται θετικά από το επίπε¬δο εκπαίδευσης, ενώ η τήρηση κάποιων κανόνων ορθής συμπεριφοράς από τα άτομα μέσα στην κοινωνία επηρεάζεται θετικά από την ηλικία και το επίπεδο εκπαίδευσης.
γ) Συλλογική δράση και συνεργασία
Άτομα με υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης συνεργάζονται σε μεγαλύτε¬ρο βαθμό με άλλα άτομα για την αντιμετώπιση προβλημάτων. Αυτό συμβαίνει και με το επίπεδο του εισοδήματος αλλά σε μικρότερο βαθμό.
δ) Πληροφόρηση
Η ανάγνωση εφημερίδων συσχετίζεται θετικά με την εκπαίδευση, το ει¬σόδημα και την περιοχή κατοικίας, ενώ η ακρόαση ραδιόφωνου συσχετίζεται μόνο με το επίπεδο εκπαίδευσης. Αντίθετα, η παρακολούθηση τηλεόρασης συσχετίζεται θετικά με την ηλι¬κία και αρνητικά με το επίπεδο εκπαίδευσης. Σημειώνουμε ότι σε μεγαλύτερο βαθμό η ανάγνωση εφημερίδων και σε μικρότερο η ακρόαση ραδιόφωνου θεωρείται ότι αποτελούν θετικούς δείκτες κοινωνικού κεφαλαίου, αντίθετα από την παρακολούθηση τηλεόρασης που υπο¬στηρίζεται ότι ευθύνεται για τη μείωσή του.
ε) Κοινωνική συνοχή και κοινωνικότητα
Η κοινωνική συνοχή θεωρείται αποτέλεσμα της ύπαρξης και όχι πηγή κοινωνικού κεφαλαίου. Το 57% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι υπάρχει συνοχή στον πληθυσμό της γειτονιάς, ενώ το 29% ότι υπάρχουν αντιθέσεις. Τα προβλή¬ματα που υπάρχουν οφείλονται σε διαφορές εθνότητας, μορφωτικού και οικο¬νομικού επιπέδου, καθώς και διαφορές μεταξύ παλαιών και νέων κατοίκων. Αναφορικά με την κοινωνικότητα, η οποία θεωρείται πηγή κοινωνικού κεφαλαίου, από την ανάλυση προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα. Τα άτομα με τις μικρότερες ηλικίες παρουσιάζουν την υψηλότερη κοινωνικότητα. Η αύξηση της ηλικίας συσχετίζεται αρνητικά με τους διάφορους δείκτες κοινωνικότητας. Θετικά συσχετίζεται το επίπεδο εκπαίδευσης με τις συναντήσεις εκτός οικίας και τις επισκέψεις προς άλλα άτομα. Σχετικά με τα χαρακτηριστικά των ατόμων με τα οποία γίνονται οι επα¬φές, με την αύξηση της ηλικίας παρατηρείται μείωση των συναντήσεων με άτο¬μα άλλης εθνότητας, γλώσσας, θρησκείας, ενώ με την αύξηση του επιπέδου εκπαίδευσης αυξάνονται οι συναντήσεις και οι επισκέψεις προς άτομα διαφορε¬τικής οικονομικής και κοινωνικής τάξης.
ς) Ατομική ισχύς, πολιτική ενεργοποίηση, εντιμότητα και αποτελεσματικότητα υπηρεσιών και θεσμών
Όλοι οι δείκτες της ατομικής ισχύος (π.χ. πόσο ευτυχή θεωρούν τα άτο¬μα τον εαυτό τους, πόσο έλεγχο έχουν στη λήψη αποφάσεων, πόση δυνατότητα έχουν να επηρεάζουν την πορεία της ζωής τους ή τη γειτονιά τους), συσχετίζο¬νται αρνητικά με την ηλικία. Αντίθετα, το επίπεδο εκπαίδευσης και το επίπεδο εισοδήματος παρουσιάζουν θετική συσχέτιση με όλους τους δείκτες. Σχετικά με την πολιτική ενεργοποίηση (συμμετοχή σε διαμαρτυρίες, καμπάνιες, άσκηση ψήφου κ.λπ.) παρατηρούμε ότι το επίπεδο εκπαίδευσης παρου¬σιάζει θετικές συσχετίσεις με όλους τους δείκτες της κατηγορίας, ενώ η ηλικία συσχετίζεται θετικά μόνο με την άσκηση ψήφου. Το επίπεδο εισοδήματος και η περιοχή κατοικίας δεν έχουν κάποια επίδραση στους παραπάνω δείκτες. Οι απαντήσεις για την εντιμότητα των υπηρεσιών και θεσμών βρίσκονται στις περισσότερες περιπτώσεις στο μέσο της κλίμακας μεταξύ εντιμότητας και μη εντιμότητας. Υψηλότερο μερίδιο εντιμότητας αποδίδεται στους εκπαιδευτι¬κούς, τους δικαστικούς και την αστυνομία και λιγότερο στις υπόλοιπες υπη¬ρεσίες. Γενικά θεωρείται ότι η κατάσταση χειροτερεύει. Ως προς την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών αποτελεσματικότερα θεωρούνται τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ακολουθεί η δικαιοσύνη, οι μη κυβερνητικές υπηρεσίες, η αστυνομία, το ΕΣΥ, και στο τέλος βρίσκονται οι κυβερνητικές υπηρεσίες.
Επίσης αξιοποιούνται στοιχεία από την Ευρω¬παϊκή Κοινωνική Έρευνα, που αναφέρονται στο κοινωνικό κεφάλαιο προκειμένου να επιχειρηθούν κάποιες συγκρίσεις. Από τις διάφορες διαστάσεις του κοινωνικού κεφαλαίου, για τις οποίες υπάρχουν στοιχεία, διαπιστώνουμε τα εξής:
i) Συμμετοχή σε οργανώσεις και δικτύωση με συγγενείς και φίλους. Στη συμμετοχή σε οργανώσεις καταλαμβάνουμε την 17η θέση σε 18 χώρες. Τα 100 άτομα στη χώρα μας, κατά μέσο όρο, είναι μέλη σε 37,8 οργανώσεις, όταν σε άλλες χώρες το αντίστοιχο μέγεθος φθάνει το 249,5 (Σουηδία).
ii) Εμπιστοσύνη αλληλεγγύη και κανόνες συμπεριφοράς. Σχετικά με τη γενικευμένη εμπιστοσύνη διαπιστώνουμε ότι στη χώρα μας κατέχουμε τη χειρό¬τερη θέση (20η) στο σύνολο των εξεταζόμενων χωρών. Καθώς αυτός ο δείκτης είναι από τους σημαντικότερους δείκτες κοινωνικού κεφαλαίου, αρκεί για να δεί¬ξει το χαμηλό επίπεδο που υπάρχει στη χώρα μας. Άλλοι δείκτες εμπιστοσύνης βρίσκονται σε καλύτερη θέση όπως η εμπι¬στοσύνη προς τους πολιτικούς (13η θέση), προς την αστυνομία (10η θέση) και προς τη δικαιοσύνη (5η θέση). Σχετικά με την αλληλεγγύη, και ειδικότερα τη βοήθεια προς άλλα άτομα, βρισκόμαστε στην 16η θέση στις 20 χώρες.
iii) Πληροφόρηση. Και σε αυτή τη διάσταση βρισκόμαστε στις χειρότερες θέσεις μεταξύ των 20 χωρών καθώς στον χρόνο ανάγνωσης εφημερίδων κατέ¬χουμε την 20η θέση, στον χρόνο παρακολούθησης ραδιόφωνου την 19η θέση και στον χρόνο παρακολούθησης τηλεόρασης την 2η θέση.
iv) Κοινωνική συνοχή και κοινωνικότητα. Επίσης σε χαμηλές θέσεις βρι¬σκόμαστε και σε αυτές τις διαστάσεις, όπου στην αίσθηση ασφάλειας των κα¬τοίκων καταλαμβάνουμε την 15η θέση, ενώ στις συναντήσεις με φίλους τη 19η θέση.
v) Ατομική ισχύς, πολιτική ενεργοποίηση. Και σε αυτές τις διαστάσεις βρισκόμαστε σε χαμηλά επίπεδα. Στο ερώτημα «Πόσο ευτυχείς είστε;», οι κάτοι¬κοι της χώρας μας κατέχουν την 17η θέση, ενώ στους διάφορους δείκτες που αναφέρονται στην πολιτική ενεργοποίηση βρισκόμαστε μεταξύ της 13ης και της 18ης θέσης.
Κατόπιν τούτων τίθεται το ερώτημα αν υπάρχουν δυνατότητες αύξησης του κοινωνικού κεφαλαίου με τη λήψη κατάλληλων μέτρων ή την εφαρ¬μογή κάποιας πολιτικής. Ενδεχομένως να μην υπάρχουν συνταγές, ιδίως βραχυχρόνιες, για να αυξήσουμε την κοι¬νωνικότητα, την αλληλεγγύη μεταξύ των πολιτών, τη συμμετοχή σε οργανώσεις ή την εμπιστοσύνη. Εν τούτοις, παρά τις δυσχέρειες σχετικά με τις δυνατότητες αύξησης και δημιουρ¬γίας κοινωνικού κεφαλαίου, η διαπίστωση, από την προηγούμενη ανάλυση, ότι το επίπεδο εκπαίδευσης επιδρά θετικά σε όλους σχεδόν τους δείκτες κοινωνι¬κού κεφαλαίου που χρησιμοποιήθηκαν, όπως μεγαλύτερη συμμετοχή σε ορ¬γανώσεις, περισσότερη εμπιστοσύνη, κοινωνικότητα κ.λπ. μάς επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι, αν θέλουμε να αυξήσουμε το κοινωνικό κεφάλαιο, η βελτίωση της εκπαίδευσης είναι ο παράγοντας με τον οποίο θα επιτύχουμε κάποια απο¬τελέσματα.