Αρ. 01. ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΠΡΟΙΟΝ 1830-1939
Γ. Κωστελένου, Δ. Βασιλείου, Ε. Κουνάρη, Σ. Πετμεζά, Μ. Σφακιανάκη. 2007.
Η μελέτη της οικονομικής ιστορίας έχει στόχους ανάλογους με αυτούς που έχει η μελέτη της πολιτικής ιστορίας. Η διαφορά είναι ότι εστιάζεται στη διερεύνηση των εξελίξεων στο πεδίο των οικονομικών και όχι των πολιτικών γεγονότων.
Στις ΗΠΑ και στις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες η σημασία του κλάδου αυτού της επιστήμης είναι κοινός τόπος, με αποτέλεσμα σήμερα να είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένος, έχοντας ουσιαστικά εμφανισθεί ως αυτόνομο επιστημονικό πεδίο από τις αρχές της δεκαετίας του 1950.
Στην Ελλάδα, μέχρι τη σχετικά πρόσφατη περίοδο, η μελέτη της οικονομικής ιστορίας του νεότερου ελληνικού κράτους αποτέλεσε κυρίως αντικείμενο μελέτης της Ιστορίας και των κοινωνικών επιστημών και όχι της οικονομικής επιστήμης. Αυτή είναι μία χαρακτηριστική διαφορά σε σχέση με ό,τι συμβαίνει στις χώρες όπου ο επιστημονικός αυτός κλάδος είναι ανεπτυγμένος και συνετέλεσε στο να είναι η διερεύνηση των μακροχρόνιων εξελίξεων του οικονομικού φαινομένου στο νεοελληνικό κράτος, για την περίοδο πριν από το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κυρίως μία περιγραφή γεγονότων ή σχέσεων μεταξύ κοινωνικών ομάδων, η οποία δεν στηρίζεται στην οικονομική ανάλυση και δεν χρησιμοποιεί συστηματικά ποσοτικά δεδομένα.
Η αποστασιοποίηση των Ελλήνων οικονομολόγων από την οικονομική ιστορία οφείλεται σε διάφορους λόγους, η παρουσίαση των οποίων δεν είναι αντικείμενο του παρόντος. Ένας από τους λόγους αυτούς είναι η έλλειψη συγκροτημένων στατιστικών χρονολογικών σειρών που να αφορούν σε οικονομικές μεταβλητές και να αναφέρονται στην προπολεμική περίοδο. Η παρούσα εργασία εντάσσεται σε ένα πρόγραμμα που στόχο έχει να δημιουργήσει μία υποδομή τέτοιων στατιστικών σειρών.
Το πρόγραμμα “Πηγές οικονομικής ιστορίας της Νεότερης Ελλάδας – Ποσοτικά στοιχεία και στατιστικές σειρές” ξεκίνησε από το Ιστορικό Αρχείο της ΕΤΕ στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Σήμερα, με τη συμμετοχή του ΚΕΠΕ και την έκδοση της πρώτης μελέτης της σειράς, η προσπάθεια αυτή εισέρχεται στη φάση ολοκλήρωσής της.
Με δεδομένο ότι η οικονομική ιστορία είναι ουσιαστικά μία διεπιστημονική προσέγγιση, η συνεργασία μεταξύ οικονομολόγων, στατιστικολόγων/οικονομετρών και ιστορικών είναι αυτονόητη.
Η παρούσα μελέτη, έχει δύο στόχους: Ο πρώτος είναι η δημιουργία μίας βάσης δεδομένων για την περίοδο 1830-1939. Ο δεύτερος είναι μία πρώτη ανάγνωση των αποτελεσμάτων και εξαγωγή κάποιων αρχικών συμπερασμάτων για τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία κατά την εξεταζόμενη περίοδο.
Η μελέτη αποτελείται από εννέα κεφάλαια. Στην εισαγωγή γίνεται μία γενική αναφορά στις ιστορικές χρονολογικές σειρές, αναφέρονται διάφορες εκτιμήσεις ιστορικών μακροοικονομικών μεγεθών που έγιναν προπολεμικά στην Ελλάδα και παρουσιάζεται η μεθοδολογία και οι πηγές που χρησιμοποιήθηκαν. Στη συνέχεια, στα Κεφάλαια 2, 3 και 4 παρουσιάζονται οι εκτιμήσεις που αφορούν στους τρεις τομείς οικονομικής δραστηριότητας (πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή), ενώ στο Κεφάλαιο 5 παρουσιάζεται η μεθοδολογία της στατιστικής επεξεργασίας που χρησιμοποιήθηκε. Στα επόμενα δύο κεφάλαια γίνεται η σύνθεση των επιμέρους εκτιμήσεων και υπολογίζεται το ΑΕΠ σε τρέχουσες (Κεφάλαιο 6) και σταθερές τιμές (Κεφάλαιο 7). Στα πλαίσια αυτά, στο Κεφάλαιο 7 εκτιμώνται τρεις αποπληθωριστές του ΑΕΠ (έτη βάσης το 1860, 1887 και 1914). Στο Κεφάλαιο 8 γίνονται συγκρίσεις με διάφορες ευρωπαϊκές οικονομίες και τις ΗΠΑ, ενώ στο Κεφάλαιο 9 συγκρίνονται οι εκτιμήσεις με αυτές της προγενέστερης μελέτης του ΚΕΠΕ (1995) και εξάγονται τα βασικά συμπεράσματα σχετικά με τις εξελίξεις στο ΑΕΠ. Τέλος, στο Επίμετρο γίνεται μία παρουσίαση εναλλακτικών εκτιμήσεων και παραδοχών.
Όσον αφορά στον πρώτο στόχο της μελέτης, οι χρονολογικές σειρές που εκτιμώνται παρουσιάζονται στα Κεφάλαια 2-9. Προχωρώντας στο δεύτερο στόχο της μελέτης, για να επισημανθούν τα βασικά χαρακτηριστικά των εξελίξεων στην ελληνική οικονομία, πρέπει να εξετασθούν οι μεταβολές του ΑΕΠ που είναι ο καλύτερος δείκτης της απόδοσης μιας οικονομίας. Σε μια μακροχρόνια περίοδο, για να απαλειφθεί η επίδραση του πληθωρισμού, είθισται να προτιμάται το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές. Επιπρόσθετα, επειδή στην εξεταζόμενη περίοδο έχουμε διάφορες εδαφικές μεταβολές, η εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων απαιτεί την εξέταση και των κατά κεφαλήν μεγεθών. Τι μας δείχνουν λοιπόν οι εκτιμήσεις του ΑΕΠ;
Οι εκτιμήσεις του ΑΕΠ σε ονομαστικά μεγέθη δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου με εξαίρεση την περίοδο 1840-1850, τη δεκαετία του 1890 (μετά το 1893), τις αρχές της πενταετίας 1900-1905 και τα χρόνια του μεγάλου οικονομικού κραχ (1929-1932). Η ανάπτυξη ήταν μεγαλύτερη την περίοδο 1850-80 (τριπλασιασμός του ΑΕΠ) απ’ ό,τι την περίοδο 1880-1913 (διπλασιασμός του ΑΕΠ), ενώ η μεγάλη αύξηση που παρατηρείται μετά το 1913 είναι παραπλανητική, διότι είναι γνωστός ο μεγάλος πληθωρισμός που παρατηρήθηκε τότε. Η μεγάλη σημασία του πληθωρισμού είναι εμφανής από την εξέλιξη των ονομαστικών μεγεθών το 1922-1923 (αυξάνονται παρά την κρίση και την αύξηση του πληθυσμού από τους πρόσφυγες).
Οι εκτιμήσεις σε σταθερές τιμές (ανεξάρτητα από τον χρησιμοποιούμενο αποπληθωριστή) δείχνουν μία πολύ περιορισμένη ανάπτυξη. Ειδικότερα δείχνουν μία αργή ανάπτυξη μέχρι το 1900 (1833-1900: 5πλασιασμός του ΑΕΠ σε τιμές 1914), λίγο πιο γρήγορη μέχρι το 1910 (50% σε μία δεκαετία) και αρκετά πιο γρήγορη, αλλά με αυξομειώσεις, στη συνέχεια. Κατά τη δεκαετία 1840-1850, το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1890 δείχνουν στασιμότητα και το 1931-1932 μείωση. Αντίθετα, η δεκαετία 1900-1910 (πλην του 1906) χαρακτηρίζεται από αυξήσεις και η περίοδος 1911-1923 από αυξομειώσεις με πιο σημαντική τη μείωση του 1923. Για το σύνολο της περιόδου 1833-1938 ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης εκτιμάται σε 2,98%. Τα μεγέθη αυτά είναι πιο αξιόπιστα απ’ ό,τι οι εκτιμήσεις σε ονομαστικές τιμές, ιδίως για την περίοδο μετά το 1911.
Οι εκτιμήσεις του ΑΕΠ κατά κεφαλήν δείχνουν μία ακόμα πιο ζοφερή εικόνα. ΄Ετσι, στο τέλος της περιόδου, ενώ το συνολικό ΑΕΠ σε σταθερές τιμές ήταν περίπου εικοσαπλάσιο αυτού στις αρχές της περιόδου, τα αντίστοιχα κατά κεφαλήν μεγέθη απλώς διπλασιάσθηκαν. Πιο συγκεκριμένα, τα κατά κεφαλήν μεγέθη δείχνουν έντονη μείωση τη δεκαετία 1840-1850, μικρή αύξηση μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1860, μικρή μείωση και σταθεροποίηση μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1880, μικρή αύξηση μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1880, μείωση και σταθερότητα μέχρι τις αρχές του αιώνα, αύξηση και σταθερότητα μέχρι το 1912, μείωση το 1913, διακυμάνσεις μέχρι το 1922, μείωση το 1923 και αύξηση μέχρι τέλος της περιόδου. Για το σύνολο της περιόδου 1833-1938 ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης εκτιμάται σε 0,76%.
Τέλος, όσον αφορά το ερώτημα της σύγκλισης, τα στοιχεία δείχνουν ότι μόνο κατά τη δεκαετία 1900-1910 παρατηρείται κάτι τέτοιο και αυτό κυρίως όσον αφορά στην απόσταση της Ελλάδας με τις λοιπές μεσογειακές χώρες (Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία).