Αρ. 53. ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ: ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΚΛΑΔΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

Σ. Δημέλη. 2004. | ISBN: 960-341-049-7

 

Σκοπός της εργασίας αυτής είναι να παρουσιάσει τα απαραίτητα στοιχεία που θα βοηθήσουν στην απάντηση των καίριων ερωτημάτων που τέθηκαν προηγούμενα αναφορικά με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και των παραγωγικών της κλάδων.

Ειδικότερα η μελέτη αυτή εξετάζει τα συγκριτικά  πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 1990-2001 όπως αυτά προσδιορίζονται από τη διάρθρωση του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, την πορεία της πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας του νομίσματος και την εξέλιξη των εμπορευματικών ροών στη διάρκεια της παραπάνω δεκαετίας. Η ανάλυση εστιάζει περισσότερο στη διερεύνηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων των διεθνώς εμπορεύσιμων κλάδων της ελληνικής παραγωγής στο σύνολό της, αλλά κυρίως κατά κλάδο παραγωγής μέχρι τριψήφιο επίπεδο. Τέλος προσδιορίζεται το μέγεθος του ενδοκλαδικού εμπορίου στο σύνολο και σε επιμέρους κλάδους παραγωγής.

Η παρούσα μελέτη διεξάγεται σε δύο επίπεδα ανάλυσης, ένα μακρο-οικονομικό που αφορά το σύνολο της οικονομίας και της παραγωγής, και ένα μικρο-οικονομικό, που εστιάζει σε επιμέρους τομείς και κλάδους. Επίσης η ανάλυση είναι διαχρονική και καλύπτει την περίοδο 1990-2001, ενώ παράλληλα γίνεται και γεωγραφική ανάλυση κατά ομάδες χωρών που αποτελούν την ΕΕ, τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και τον Υπόλοιπο Κόσμο. Η διάκριση αυτή ακολουθείται σε όλη τη μελέτη τόσο στο γενικό επίπεδο της παραγωγής, όσο και στο διακλαδικό και το ενδοκλαδικό εμπόριο.

Στο Κεφάλαιο 2 γίνεται διερεύνηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της ελληνικής οικονομίας σε μακροοικονομικό επίπεδο και στηρίζεται αφενός στην ανάλυση του ισοζυγίου πληρωμών, που αντικατοπτρίζει τη δομή του εξωτερικού εμπορίου, και αφετέρου στην εξέταση της ανταγωνιστικής θέσης της χώρας στις διεθνείς αγορές από πλευράς σχετικών τιμών και κόστους παραγωγής, εκφρασμένων σε κοινό νόμισμα για την επίτευξη των συγκρίσεων. Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα μιας χώρας αντικατοπτρίζονται στη διάρθρωση του ισοζυγίου πληρωμών η ανάλυση του οποίου οδηγεί σε χρήσιμα συμπεράσματα αναφορικά με την ύπαρξη ή μη ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων (αγαθών και υπηρεσιών) της παραγωγικής διαδικασίας.

Στο ίδιο κεφάλαιο εξετάζεται το επίπεδο και η διαχρονική πορεία της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας στο σύνολό της καθώς και στον τομέα της μεταποίησης. Η ανάλυση στηρίζεται στις μεταβολές της πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας της χώρας όπως αυτή μετράται με μια σειρά δεικτών που καταρτίζονται διεθνώς για συγκρίσεις μεταξύ χωρών. Αυτοί εκφράζουν τη σχετική θέση μιας χώρας στο διεθνές εμπόριο από άποψη σχετικών τιμών και κόστους παραγωγής (ανταγωνιστικότητα τιμών και κόστους) λαμβάνοντας υπόψη τις μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Επίσης εξετάζεται η ανταγωνιστική θέση της Ελλάδας σε σύγκριση με τους εταίρους της στην ΕΕ και γίνεται μια προσπάθεια ερμηνείας της πορείας των δεικτών ανταγωνιστικότητας με βάση τους μακροοικονομικός δείκτες της ελληνικής οικονομίας. Για την παραπάνω ανάλυση χρησιμοποιούνται τα στοιχεία του εξωτερικού εμπορίου της Τράπεζας της Ελλάδας, οι δείκτες σχετικών τιμών και κόστους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καθώς και τα βασικά μακρο-οικονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας για την περίοδο 1990-2001.

 

Το Κεφάλαιο 3 περιλαμβάνει την ανάλυση της αξίας και του όγκου του εξωτερικού εμπορίου της ελληνικής οικονομίας με μεγάλες ομάδες χωρών και κατά κατηγορίες προϊόντων. Η ανάλυση βασίζεται στα στοιχεία του εξωτερικού εμπορίου της ΕΣΥΕ και περιγράφει τους ρυθμούς μεταβολής των εξαγωγών και εισαγωγών στην περίοδο 1990-2001. Εξετάζεται επίσης η διαχρονική μεταβολή των μεριδίων των εξαγωγών και των εισαγωγών στο συνολικό εμπόριο και σε επιμέρους ομάδες χωρών.

 

Στο Κεφάλαιο 4 γίνεται ανάλυση των εμπορευματικών ροών κατά κλάδο σε επίπεδα μονοψήφιας, διψήφιας και τριψήφιας κατηγοροποίησης σύμφωνα με την 3η αναθεωρημένη διεθνή ταξινόμηση SITC. Στο κεφάλαιο αυτό διερευνάται η εξαγωγική επίδοση των επιμέρους κλάδων και ο βαθμός κάλυψης των εισαγωγών από τις εξαγωγές. Επίσης περιγράφεται η διαχρονική πορεία των ρυθμών μεταβολής και των μεριδίων των εξαγωγών και εισαγωγών κατά κλάδο στο συνολικό εμπόριο, αλλά και στο ενδοκοινοτικό και το εμπόριο με τις χώρες της ΚΑΕ. Η ανάλυση αυτή βοηθά στην κατανόηση των εξελίξεων της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που διαπραγματεύονται τα επόμενα κεφάλαια.

 

Στο Κεφάλαιο 5 η ανάλυση διεξάγεται σε καθαρά μικροοικονομικό επίπεδο χρησιμοποιώντας τα στοιχεία του εξωτερικού εμπορίου κατά κλάδο της SITC. Εδώ γίνεται διερεύνηση των κλάδων στους οποίους η Ελλάδα παρουσιάζει συγκριτικά πλεονεκτήματα/μεονεκτήματα στο παγκόσμιο εμπόριο αλλά και σε σχέση με την ΕΕ και τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Η μέτρηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων γίνεται με τους  δείκτες Βalassa οι οποίοι μετρούν το  βαθμό ανταγωνιστικότητας επιμέρους κλάδων. Η ανάλυση γίνεται σε επίπεδο μονοψήφιας, διψήφιας αλλά και τριψήφιας ταξινόμησης προκειμένου να εντοπιστούν ακριβέστερα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των κλάδων και η διαχρονική τους πορεία.

 

Στο Κεφάλαιο 6 εξετάζεται το επίπεδο ενδοεμπορικών σχέσεων ή του ενδοκλαδικού εμπορίου, όπως αποκαλείται το εμπόριο με ανταλλαγές ομοειδών προϊόντων του ίδιου κλάδου. Προσδιορίζεται το μέγεθος του εμπορίου αυτού στο σύνολο και σε κλάδους της ελληνικής παραγωγής με τη χρησιμοποίηση του δείκτη Grubel-Lloyd και άλλων βελτιωμένων δεικτών. Διερευνάται επίσης η διαχρονική εξέλιξη του ενδοκλαδικού εμπορίου και αναλύονται οι παράγοντες που επηρεάζουν την έκτασή του σε σχέση με την παραδοσιακή μορφή του διακλαδικού εμπορίου.

 

Τέλος, στο έβδομο Κεφάλαιο συνοψίζονται τα βασικά αποτελέσματα της μελέτης και συζητούνται οι προοπτικές μελλοντικής πορείας των δεικτών. Στην έρευνα αυτή χρησιμοποιήθηκαν τα στοιχεία εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδας από τη βάση δεδομένων της Eurostat καθώς και στοιχεία της ΕΣΥΕ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

 

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούν ορισμένα μειονεκτήματα καθώς και πιθανές προεκτάσεις της μελέτης σε άλλους τομείς. Πράγματι, η παρούσα μελέτη έχει περιγραφικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου η χρησιμότητά της έγκειται στο ότι μπορεί να αποτελέσει τη βάση για μια εμπειρική διερεύνηση των αιτιωδών σχέσεων που διέπουν το εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας. Επομένως τα συμπεράσματα της μελέτης απορρέουν από απλές παρατηρήσεις των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων των στοιχείων και δεν εκφράζουν αιτιώδεις σχέσεις για το οποίο απαιτούνται οικονομετρικές τεχνικές και συγκεκριμένη θεωρία. Η διεξαγωγή μιας μελέτης προς αυτή την κατεύθυνση θα αποτελούσε ουσιαστικό συμπλήρωμα της παρούσης ανάλυσης.