Δείκτης Πολυδιάστατης Παιδικής Φτώχειας ΚΕΠΕ
Ακολουθώντας τη διεθνή τάση για την αντικατάσταση των παραδοσιακών δεικτών φτώχειας με νέους που ενσωματώνουν καλύτερα την πολυδιάστατη θεώρηση του φαινομένου και αποτυπώνουν πληρέστερα τη σύνθετη φύση του, το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) ανέπτυξε τον Δείκτη Πολυδιάστατης Παιδικής Φτώχειας. Σκοπός του Δείκτη είναι η διαχρονική ανάλυση πρωτογενών μικροδεδομένων που αφορούν αποκλειστικά τον παιδικό πληθυσμό, καλύπτοντας έτσι το υφιστάμενο ερευνητικό κενό ως προς τη δυνατότητα ανάλυσης πολλαπλών μικροδεδομένων για την παιδική φτώχεια.
Στο ανωτέρω πλαίσιο, ο Δείκτης αποτυπώνει τις πολλαπλές, οικονομικές και μη οικονομικές στερήσεις, περιλαμβάνοντας καινοτόμες διαστάσεις που δεν καλύπτονται από τους παραδοσιακούς δείκτες (βλέπε σχετικά Λεριού, E. (2016). Ανάλυση των παραγόντων προσδιορισμού της κοινωνικής ευημερίας με την εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου πλαισίου λήψης αποφάσεων. Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα), οι οποίες αντικατοπτρίζουν πληρέστερα τις πολλαπλές πτυχές της παιδικής ευημερίας, ανά ηλικιακή κατηγορία, γεωγραφική περιφέρεια, τύπο περιοχής και κοινωνικοοικονομική ομάδα.
Κύριο πλεονέκτημά του είναι ότι ενσωματώνει περισσότερες λεπτομέρειες ως προς τις συνιστώσες της παιδικής φτώχειας και, συνεπώς, αποτυπώνει άμεσα και με μεγαλύτερη ακρίβεια την επίδραση των επιδοματικών και άλλων κοινωνικών πολιτικών στις επιμέρους διαστάσεις της. Παρέχει έτσι ένα αξιόπιστο εργαλείο για την έγκαιρη παρακολούθηση και αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς τους και, όπου χρειάζεται, την προσαρμογή τους. Ως αποτέλεσμα, συχνά καταγράφει χαμηλότερα αλλά πιο αξιόπιστα επίπεδα παιδικής φτώχειας σε σχέση με τους παραδοσιακούς δείκτες (π.χ. AROP και AROPE), προσφέροντας πιο ακριβή εικόνα της πραγματικής κατάστασης και της αποτελεσματικότητας των πολιτικών στήριξης.
Ένα ακόμη σημαντικό πλεονέκτημα του Δείκτη είναι ότι η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιείται σε σχολεία, με υποκείμενα της έρευνας τα ίδια τα παιδιά. Η προσέγγιση αυτή επιτρέπει την απευθείας αποτύπωση της δικής τους εμπειρίας και αντίληψης για την ποιότητα ζωής τους, σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς δείκτες που βασίζονται σε έρευνες σε επίπεδο νοικοκυριών και απαντήσεις ενηλίκων. Αξίζει να τονιστεί ότι, καθώς η έρευνα διεξάγεται μέσα στη σχολική τάξη και υπό την παρουσία του ερευνητή και του εκπαιδευτικού για την τήρηση της διαδικασίας, οι μαθητές απαντούν αυτόνομα και χωρίς την επιρροή του οικογενειακού περιβάλλοντος, χρησιμοποιώντας ειδικά σχεδιασμένα, δοκιμασμένα και επισήμως εγκεκριμένα ερωτηματολόγια, κατάλληλα για την ηλικία τους, γεγονός που ενισχύει την αξιοπιστία καθώς και τη γνησιότητα των στοιχείων. Με τον τρόπο αυτό, τα παιδιά συμμετέχουν ουσιαστικά σε μια δημοκρατική διαδικασία που τα αφορά και αποκτούν «φωνή» στη διαμόρφωση πολιτικών, καθώς οι απαντήσεις τους τροφοδοτούν τον εν δυνάμει σχεδιασμό παρεμβάσεων που επιδιώκουν τη βελτίωση της δικής τους καθημερινότητας. Η προσέγγιση αυτή είναι απολύτως συμβατή με την παρότρυνση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ενίσχυση της συμμετοχής των παιδιών σε ζητήματα που τα αφορούν, ιδίως μέσω επιστημονικών ερευνών.
Η συλλογή δεδομένων βασίζεται σε επαναλαμβανόμενες ετήσιες έρευνες με ιδιαίτερα μεγάλο δείγμα που διεξάγει το ΚΕΠΕ αποκλειστικά για τον παιδικό πληθυσμό. Τα πρωτογενή αυτά στοιχεία αποτελούν πολύτιμη βάση τόσο για την παρακολούθηση της παιδικής φτώχειας όσο και για την αξιολόγηση της ποιότητας ζωής των νοικοκυριών σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.
Σύμφωνα με τη μεγάλη έρευνα που διεξήγαγε το ΚΕΠΕ σε 3.046 μαθητές σε όλη τη χώρα, κατά το σχολικό έτος 2024–2025, ο Δείκτης Πολυδιάστατης Παιδικής Φτώχειας του ΚΕΠΕ διαμορφώνεται στο 5,5%.
Όπως παρουσιάζεται στον σχετικό χάρτη, η Στερεά Ελλάδα καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό πολυδιάστατης παιδικής φτώχειας (8,56%), με οριακή στατιστική σημαντικότητα, ενώ ακολουθούν οι Περιφέρειες Αττικής, Θεσσαλίας και Ιονίων Νήσων (χ2[12, N=3.046] = 19,769, p =0,072). Η Οικονομική Παιδική Φτώχεια στην Ελλάδα ανέρχεται στο 9,2%, ενώ η Μη Οικονομική Παιδική Φτώχεια στο 12,5%.